τoυ Μελέτη Μελετόπουλου * - copyright: RIEAS
Η πυρηνική τραγωδία στην Ιαπωνία οδηγεί άμεσα σε αναθεώρηση ή και αναστολή της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, υπό την πίεση της τρομοκρατημένης κοινής γνώμης. Η απελευθερωμένη ραδιενέργεια είναι ένας αόρατος δολοφόνος χωρίς σύνορα. Ο πολιτισμός επιστρέφει λοιπόν προσώρας στο πετρέλαιο και κυρίως στο φυσικό αέριο. Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας δεν έχουν ακόμα επαρκώς αναπτυχθεί ώστε να υποκαταστήσουν τις συμβατικές (και ρυπογόνες) . Η δε ανάπτυξή τους απαιτεί ακόμα χρόνο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα τεράστια (σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις) κοιτάσματα που βρίσκονται στην ζώνη νότιο Ιόνιο Πέλαγος-βόρειο Λιβυκό Πέλαγος- Καστελλόριζο-Κύπρος- ακτές Μέσης Ανατολής, καθίστανται επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος και ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων και των μικρότερων περιφερειακών δυνάμεων.
Η Δύση, δηλαδή οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ο επίδοξος νομέας των κοιτασμάτων. Αλλά η πρόσβαση στα ενεργειακά κοιτάσματα περνάει από τα κράτη της περιοχής που ελέγχουν νομίμως τον χώρο(Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, Υφαλοκρηπίδα), δηλαδή την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, οριακά δε την Συρία, την Αίγυπτο και την Λιβύη. Επομένως προαπαιτούνται συμμαχίες και συμφωνίες διανομής μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών: οι μεγάλες δυνάμεις θα προσφέρουν την τεχνογνωσία και την γεωστρατηγική κάλυψη, οι εγχώριες δυνάμεις τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα εξόρυξης.
Ήδη στην περιοχή έχει διαμορφωθεί άξονας Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ (με γεωστρατηγική προέκταση το ημιανεξάρτητο Κουρδιστάν και την Αρμενία). Ο άξονας έχει δύο σκέλη: πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία και συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Αυτός ο άξονας είναι η αιχμή του δόρατος του δυτικού κόσμου στην πετρελαιοφόρο ζώνη.
Η Τουρκία στερείται προσβάσεων στις επίμαχες ενεργειοφόρες περιοχές και αισθάνεται περιεσφιγμένη γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά, ενώ διαβλέπει την προοπτική της περιθωριοποίησής της δίπλα στον ανερχόμενο ενεργειακό άξονα. Αλλά η δυσχερής θέση της Τουρκίας αποτελεί προϊόν δικής της αποκλειστικά επιλογής. Αυτο-αποκλείστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιδεικνύοντας αδιαλλαξία στους γεωπολιτικούς όρους που ετέθησαν για την εισδοχή της. Αρνήθηκε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα (μη άρση του casus beli) και την Κύπρο (όπου παραμένει ως κατοχική δύναμη). Το κυριώτερο, συγκρούσθηκε με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας το Ιράν και εμφανιζόμενη ως ηγέτις των Μουσουλμάνων της Ευρώπης αλλά και της Μέσης Ανατολής. Το αποτέλεσμα ήταν τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωκοινοβούλιο, συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών) να θέσουν στις αρχές του χρόνου ανυπέρβλητα εμπόδια στην συνέχιση της ενταξιακής διαδικασίας.
Η Τουρκία επιδιώκει να συμμετάσχει στην διανομή των κοιτασμάτων, παρακάμπτοντας και αποκλείοντας την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, ως απευθείας συνομιλητής της Δύσης ή και ως αντίπαλος της Δύσης. Θέλει να σύρει την Δύση σε διαπραγμάτευση, εκβιάζοντάς την, με «αντίποινα» μία ειδική σχέση Τουρκίας-Ρωσσίας ή Τουρκίας-Ιράν ή και συσπειρώνοντας την Μέση Ανατολή εναντίον της Δύσης. Απειλεί επίσης, ευθέως και ρητώς (βλ. πρόσφατες δηλώσεις Ραούφ Ντενκτάς), με γεωστρατηγική αποσταθεροποίηση στην Ανατολική Μεσόγειο, στην περίπτωση που προχωρήσουν οι διαδικασίες αξιοποίησης των κοιτασμάτων από τις δυτικές εταιρείες που ήδη έχουν υπογράψει συμβόλαια με την Κύπρο και το Ισραήλ. Αξιοποιεί το πλαίσιο της «σύγκρουσης των πολιτισμών»,για να δημιουργήσει ιδεολογικό επικάλυμμα. Ασφαλώς θα αναζητήσει συμμάχους στον χώρο της Μέσης Ανατολής, επικαλούμενη τον κοινό αραβομουσουλμανικό παρονομαστή. Επίσης είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί πολιτικά και διπλωματικά την σαρωτική ανατροπή των αραβικών καθεστώτων της βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Η Τουρκία ενδεχομένως θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή στο ενεργειακό «κλαμπ» που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο, εάν αναθεωρούσε την συγκρουσιακή της σχέση με το Ισραήλ. Αυτή η σύγκρουση αποτελεί όμως την βασική συνθήκη για την ανάδειξή της σε περιφερειακή μουσουλμανική δύναμη, όπως προβλέπει το όραμα Νταβούτογλου. Επίσης η Τουρκία θα έπρεπε να αναγνωρίσει την Κύπρο, να παραδώσει την Αμμόχωστο και να αποσύρει τα στρατεύματά της από το βόρειο τμήμα, το οποίο θα καθίστατο μέρος μίας χαλαρής συνομοσπονδίας με την ελεύθερη Κύπρο, που όμως θα μετείχε στην νομή του ενεργειακού πλούτου. Αυτό θα οδηγούσε βεβαίως στην γεωστρατηγική αποδύναμωσή της, τουλάχιστον όπως το εννοούν οι ιθύνοντες του τουρκικού γεωστρατηγικού δόγματος.
Τέλος θα έπρεπε να άρει το casus beli έναντι της Ελλάδος, να παύσει αμέσως κάθε αμφισβήτηση της Ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και τις σχετικές παραβιάσεις, παραβάσεις, υπερπτήσεις, «αβλαβείς διελεύσεις» και λοιπές προκλήσεις, όπως και την ανάμειξή της στην Δυτική Θράκη. Επίσης θα έπρεπε να αναγνωρίσει την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου και να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Δηλαδή θα έπρεπε να εγκαταλείψει την εξωτερική της πολιτική των τελευταίων τριάντα χρόνων και να αποποιηθεί των ηγεμονικών νεο-οθωμανικών φιλοδοξιών της.Αυτές οι πραγματικά ριζοσπαστικές κινήσεις θα της επέτρεπαν όμως να εισπράξει τεράστια έσοδα από την συμμετοχή της στα ενεργειακά κονσόρτσιουμ που διαμορφώνονται ήδη.
Μία άλλη κοινωνία, χωρίς ψυχοπαθολογικές εμμονές, στρατοκρατική λογική και γεωπολιτικές ανασφάλειες, οργανωμένη στην βάση του ορθού λόγου και της επιδίωξης της ειρηνικής ανάπτυξης και καλής γειτονίας, ενδεχομένως θα επέλεγε ένα τέτοιο σενάριο.
Αλλά η Τουρκία, μία χώρα με εμφανή σύνδρομα ανωτερότητας, δεν αντέχει την λογική της διαπραγμάτευσης επί ίσοις όροις. Οι αυτοκρατορικές της αναμνήσεις και οι ηγεμονικές της ψευδαισθήσεις την ωθούν να υπαγορεύει τους όρους της ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξόρυξη φυσικού αερίου ή πετρελαίου σε χώρο που διεκδικεί έστω και χωρίς νομικά επιχειρήματα είναι κόκκινη γραμμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Οι αντιδράσεις της επομένως θα κινηθούν από το επίπεδο των διπλωματικών πιέσεων, διλημμάτων και απειλών έως και πιθανά κλιμακούμενα θερμά επεισόδια. Φυσικά, η αντιπαράθεση της Τουρκίας με την Δύση και το Ισραήλ θα έχει τεράστιο κόστος γι’αυτήν.
Η έκβαση της διελκυστίνδας αυτής θα είναι κρίσιμη, το διακύβευμα είναι τεράστιο, και ο έλεγχος των κοιτασμάτων θα διαμορφώσει την παγκόσμια ενεργειακή, άρα και γεωστρατηγική ισορροπία.
* Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης
Η πυρηνική τραγωδία στην Ιαπωνία οδηγεί άμεσα σε αναθεώρηση ή και αναστολή της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, υπό την πίεση της τρομοκρατημένης κοινής γνώμης. Η απελευθερωμένη ραδιενέργεια είναι ένας αόρατος δολοφόνος χωρίς σύνορα. Ο πολιτισμός επιστρέφει λοιπόν προσώρας στο πετρέλαιο και κυρίως στο φυσικό αέριο. Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας δεν έχουν ακόμα επαρκώς αναπτυχθεί ώστε να υποκαταστήσουν τις συμβατικές (και ρυπογόνες) . Η δε ανάπτυξή τους απαιτεί ακόμα χρόνο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα τεράστια (σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις) κοιτάσματα που βρίσκονται στην ζώνη νότιο Ιόνιο Πέλαγος-βόρειο Λιβυκό Πέλαγος- Καστελλόριζο-Κύπρος- ακτές Μέσης Ανατολής, καθίστανται επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος και ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων και των μικρότερων περιφερειακών δυνάμεων.
Η Δύση, δηλαδή οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ο επίδοξος νομέας των κοιτασμάτων. Αλλά η πρόσβαση στα ενεργειακά κοιτάσματα περνάει από τα κράτη της περιοχής που ελέγχουν νομίμως τον χώρο(Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, Υφαλοκρηπίδα), δηλαδή την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, οριακά δε την Συρία, την Αίγυπτο και την Λιβύη. Επομένως προαπαιτούνται συμμαχίες και συμφωνίες διανομής μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών: οι μεγάλες δυνάμεις θα προσφέρουν την τεχνογνωσία και την γεωστρατηγική κάλυψη, οι εγχώριες δυνάμεις τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα εξόρυξης.
Ήδη στην περιοχή έχει διαμορφωθεί άξονας Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ (με γεωστρατηγική προέκταση το ημιανεξάρτητο Κουρδιστάν και την Αρμενία). Ο άξονας έχει δύο σκέλη: πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία και συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Αυτός ο άξονας είναι η αιχμή του δόρατος του δυτικού κόσμου στην πετρελαιοφόρο ζώνη.
Η Τουρκία στερείται προσβάσεων στις επίμαχες ενεργειοφόρες περιοχές και αισθάνεται περιεσφιγμένη γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά, ενώ διαβλέπει την προοπτική της περιθωριοποίησής της δίπλα στον ανερχόμενο ενεργειακό άξονα. Αλλά η δυσχερής θέση της Τουρκίας αποτελεί προϊόν δικής της αποκλειστικά επιλογής. Αυτο-αποκλείστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιδεικνύοντας αδιαλλαξία στους γεωπολιτικούς όρους που ετέθησαν για την εισδοχή της. Αρνήθηκε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα (μη άρση του casus beli) και την Κύπρο (όπου παραμένει ως κατοχική δύναμη). Το κυριώτερο, συγκρούσθηκε με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας το Ιράν και εμφανιζόμενη ως ηγέτις των Μουσουλμάνων της Ευρώπης αλλά και της Μέσης Ανατολής. Το αποτέλεσμα ήταν τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωκοινοβούλιο, συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών) να θέσουν στις αρχές του χρόνου ανυπέρβλητα εμπόδια στην συνέχιση της ενταξιακής διαδικασίας.
Η Τουρκία επιδιώκει να συμμετάσχει στην διανομή των κοιτασμάτων, παρακάμπτοντας και αποκλείοντας την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, ως απευθείας συνομιλητής της Δύσης ή και ως αντίπαλος της Δύσης. Θέλει να σύρει την Δύση σε διαπραγμάτευση, εκβιάζοντάς την, με «αντίποινα» μία ειδική σχέση Τουρκίας-Ρωσσίας ή Τουρκίας-Ιράν ή και συσπειρώνοντας την Μέση Ανατολή εναντίον της Δύσης. Απειλεί επίσης, ευθέως και ρητώς (βλ. πρόσφατες δηλώσεις Ραούφ Ντενκτάς), με γεωστρατηγική αποσταθεροποίηση στην Ανατολική Μεσόγειο, στην περίπτωση που προχωρήσουν οι διαδικασίες αξιοποίησης των κοιτασμάτων από τις δυτικές εταιρείες που ήδη έχουν υπογράψει συμβόλαια με την Κύπρο και το Ισραήλ. Αξιοποιεί το πλαίσιο της «σύγκρουσης των πολιτισμών»,για να δημιουργήσει ιδεολογικό επικάλυμμα. Ασφαλώς θα αναζητήσει συμμάχους στον χώρο της Μέσης Ανατολής, επικαλούμενη τον κοινό αραβομουσουλμανικό παρονομαστή. Επίσης είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί πολιτικά και διπλωματικά την σαρωτική ανατροπή των αραβικών καθεστώτων της βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Η Τουρκία ενδεχομένως θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή στο ενεργειακό «κλαμπ» που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο, εάν αναθεωρούσε την συγκρουσιακή της σχέση με το Ισραήλ. Αυτή η σύγκρουση αποτελεί όμως την βασική συνθήκη για την ανάδειξή της σε περιφερειακή μουσουλμανική δύναμη, όπως προβλέπει το όραμα Νταβούτογλου. Επίσης η Τουρκία θα έπρεπε να αναγνωρίσει την Κύπρο, να παραδώσει την Αμμόχωστο και να αποσύρει τα στρατεύματά της από το βόρειο τμήμα, το οποίο θα καθίστατο μέρος μίας χαλαρής συνομοσπονδίας με την ελεύθερη Κύπρο, που όμως θα μετείχε στην νομή του ενεργειακού πλούτου. Αυτό θα οδηγούσε βεβαίως στην γεωστρατηγική αποδύναμωσή της, τουλάχιστον όπως το εννοούν οι ιθύνοντες του τουρκικού γεωστρατηγικού δόγματος.
Τέλος θα έπρεπε να άρει το casus beli έναντι της Ελλάδος, να παύσει αμέσως κάθε αμφισβήτηση της Ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και τις σχετικές παραβιάσεις, παραβάσεις, υπερπτήσεις, «αβλαβείς διελεύσεις» και λοιπές προκλήσεις, όπως και την ανάμειξή της στην Δυτική Θράκη. Επίσης θα έπρεπε να αναγνωρίσει την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου και να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Δηλαδή θα έπρεπε να εγκαταλείψει την εξωτερική της πολιτική των τελευταίων τριάντα χρόνων και να αποποιηθεί των ηγεμονικών νεο-οθωμανικών φιλοδοξιών της.Αυτές οι πραγματικά ριζοσπαστικές κινήσεις θα της επέτρεπαν όμως να εισπράξει τεράστια έσοδα από την συμμετοχή της στα ενεργειακά κονσόρτσιουμ που διαμορφώνονται ήδη.
Μία άλλη κοινωνία, χωρίς ψυχοπαθολογικές εμμονές, στρατοκρατική λογική και γεωπολιτικές ανασφάλειες, οργανωμένη στην βάση του ορθού λόγου και της επιδίωξης της ειρηνικής ανάπτυξης και καλής γειτονίας, ενδεχομένως θα επέλεγε ένα τέτοιο σενάριο.
Αλλά η Τουρκία, μία χώρα με εμφανή σύνδρομα ανωτερότητας, δεν αντέχει την λογική της διαπραγμάτευσης επί ίσοις όροις. Οι αυτοκρατορικές της αναμνήσεις και οι ηγεμονικές της ψευδαισθήσεις την ωθούν να υπαγορεύει τους όρους της ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξόρυξη φυσικού αερίου ή πετρελαίου σε χώρο που διεκδικεί έστω και χωρίς νομικά επιχειρήματα είναι κόκκινη γραμμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Οι αντιδράσεις της επομένως θα κινηθούν από το επίπεδο των διπλωματικών πιέσεων, διλημμάτων και απειλών έως και πιθανά κλιμακούμενα θερμά επεισόδια. Φυσικά, η αντιπαράθεση της Τουρκίας με την Δύση και το Ισραήλ θα έχει τεράστιο κόστος γι’αυτήν.
Η έκβαση της διελκυστίνδας αυτής θα είναι κρίσιμη, το διακύβευμα είναι τεράστιο, και ο έλεγχος των κοιτασμάτων θα διαμορφώσει την παγκόσμια ενεργειακή, άρα και γεωστρατηγική ισορροπία.
* Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Συμβάλλετε στην αλληλοενημέρωση των πολιτών. Πείτε μας τι γνωρίζετε και τι πιστεύετε